«Ο ανοικτός χώρος δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα. Αντίθετα, πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένος με το περιβάλλον του, με την καθημερινή ζωή, και να λειτουργεί ως μέρος του συνόλου και όχι σαν ξεχωριστό κομμάτι της πόλης… Οι χώροι αποκτούν νόημα μόνο όταν βρίσκονται σε σχέση με τη χρήση τους, τα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις των χρηστών τους.»
Kevin Lynch, City Sense and City Design, 1990
Ο αστικός δημόσιος χώρος για να αποκτήσει νόημα πρέπει να θεωρείται άμεσα συνδεδεμένος με τον τόπο, την ιστορία και τον άνθρωπο. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κύπρου βασίζεται κυρίως στην εσωστρέφεια, με εσωτερικές αυλές και χώρους που παρατάσσονται περιμετρικά της, δημιουργώντας μια αίσθηση ιδιωτικότητας μέσα στο ίδιο το αστικό περιβάλλον.
Η αρχιτεκτονική πρόταση για το Δημοτικό Πάρκο Σαλίνα, αντλώντας στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, στοχεύει σε μια διαλογική συζήτηση μεταξύ του «κτιστού» και της φύσης, και χειρίζεται το χώρο σαν μια μεγάλη εσωτερική αυλή μέσα στην πόλη, όπου ο χρήστης μπορεί να επιλέξει την απομόνωση και την ηρεμία από το συνεχώς παλλόμενο περιβάλλον της πόλης.
Αρχιτεκτονική προσέγγιση
Η μέχρι τώρα απουσία ουσιαστικής χρήσης στο τεμάχιο, δημιουργεί άμεσα την ανάγκη για ένα ανοικτό δημόσιο χώρο ενδιάμεσα του αστικού ιστού. Η εγγύτητα του τεμαχίου με το Δημοτικό Κήπο, το Δημοτικό Θέατρο και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, καθιστά την ανάγκη για δημιουργία μιας τέτοιας χρήσης ακόμα πιο σημαντική. Η ενοποίηση των χώρων αυτών, θα δημιουργήσει ένα πυρήνα δραστηριότητας, διαδραστικότητας και ανοικτού δημόσιου χώρου στο κέντρο της πόλης.
Η αρχιτεκτονική πρόταση, με έντονες αναφορές στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κύπρου, προσφέρει μια ιδιαίτερη εμπειρία για τον χρήστη, δημιουργεί ένα αρχιτεκτονικό περίπατο και προσπαθεί να αποδώσει την έννοια της «αναψυχής» μέσα από αρχιτεκτονικά κάδρα και εικόνες. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική προσέγγιση με καθαρό και λιτό μορφολογικά λεξιλόγιο, όπου απλά αρχιτεκτονικά στοιχεία δημιουργούν διάλογο με το περιβάλλον. Η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζεται ως υπόβαθρο για το χώρο που αναπτύσσεται γύρω της. Ο χώρος αποσκοπεί να αποτελέσει όχι μόνο πεδίο δράσης συλλογικότητας, συναθροίσεων, παραστάσεων, αλλά και ένα προσωπικό κομμάτι περισυλλογής, σκέψης, στοχασμού.
Τα επιμέρους παραδοσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία – ο μαντρότοιχος, η στραταρκά, η εσωτερική αυλή, το κτίριο με τον ηλιακό – αποδομούνται και χρησιμοποιούνται αυτόνομα ή σε συνδυασμό για να δημιουργηθούν χώροι, που, αν και άμεσα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον τους, προσφέρουν από τη μια την αίσθηση της ιδιωτικότητας και από την άλλη μια ξεχωριστή εμπειρία μέσα στο όλο.
«Η αρχιτεκτονική μας προσφέρεται στο χώρο και στο χρόνο. Και τήνε ζει κανείς…περιπατητικά. Δεν στέκω δηλ. μπροστά της για να τήνε προσκυνήσω. Τήνε τριγυρίζω. Μπαίνω μέσα στους εσωτερικούς της χώρους και βγαίνω έξω, στο ύπαιθρο για να τήνε ζήσω, από όλες τις μεριές, και από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες.» Άρης Κωνσταντινίδης, Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα, Αθήνα 1992
Αρχιτεκτονική και Φύση
Τα στοιχεία χωροθετούνται στο τεμάχιο με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύουν το περιβάλλον (φυσικό και κτιστό) και να ανταποκρίνονται με σεβασμό στην υφιστάμενη φύτευση. Ο χώρος οργανώνεται σε καθαρά γεωμετρικά σχήματα, δημιουργώντας μικρό κήπους (εσωτερικές αυλές), που αποτελούν σημεία ενδιαφέροντος όπου ο χρήστης μπορεί να έρθει σε επαφή με τη φύση, να ξεκουραστεί ή να δραστηριοποιηθεί. Οι στραταρκές και οι μαντρότοιχοι, σημεία στάσης και ξεκούρασης, μετατρέπονται σε υπόβαθρο που πάνω του αναπτύσσεται και εναλλάσσεται η φύση και ο περιβάλλοντας χώρος, και αναγράφονται οι εναλλαγές του χρόνου και των εποχών. Ο εμπλουτισμός της φύτευσης με θεματικούς κήπους (Κήπος ελιάς, Κήπος αμυγδαλιάς, Κήπος αρωματικών φυτών), από φυτά και δέντρα της κυπριακής φύσης όπως η ελιά, η αμυγδαλιά, η βουκαμβίλια, το δεντρολίβανο, η λεβάντα και άλλα, ανταποκρίνεται στην αρχιτεκτονική μας πρόταση και δημιουργεί σκιάσεις και μικροκλίματα παράλληλα με τις διαδρομές.
Οργάνωση χώρων
Αντικατοπτρίζοντας το ξωπόρτι, ως αναπόσπαστο μέρος του μαντρότοιχου στην παραδοσιακή κατοικία, σχηματίζονται οι δύο είσοδοι προς το πάρκο. Η επέκταση του δημόσιου πεζοδρομίου υπό τη μορφή πλατώματος προς το τεμάχιο, στην διασταύρωση των οδών Γεωργίου Γρίβα Διγενή και Λεωνίδα Κιούπη, δημιουργεί σημείο στάσης και συνάντησης και σηματοδοτεί την είσοδο από το αστικό περιβάλλον προς την εσωτερική αυλή. Αντίστοιχα και στην νότια πλευρά του τεμαχίου, σε άμεση σχέση και με τον Χώρο Στάθμευσης, δημιουργείται και η δεύτερη είσοδος στο Πάρκο.
Με απλά γεωμετρικά σχήματα μέσα στο τεμάχιο, δημιουργούνται οι χώροι δραστηριότητας και οι κήποι. Ελεύθερες, κάθετες και οριζόντιες χαράξεις σχηματίζουν τις πορείες – διαδρομές, οι οποίες καθοδηγούν προς τα σημεία ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία καθορίζουν οπτικές προς τα δύο διατηρητέα κτίρια, δημιουργώντας τους «Χώρους Θέασης».
Ο φωτισμός του πάρκου λειτουργεί συμπληρωματικά με την αρχιτεκτονική προσέγγιση. Γι’ αυτό ακολουθεί αυστηρά τις χαράξεις των πορειών αυτών, ώστε οι διαδρομές να παραμένουν ξεκάθαρες ακόμα και το βράδυ. Ο δευτερεύων και πιο χαμηλός φωτισμός περιβάλλει τις περιοχές δραστηριότητας και τους κήπους.
Η οργάνωση των δραστηριοτήτων στο τεμάχιο, έγινε με γνώμονα την εγγύτητα τους στις εισόδους του πάρκου, την σχέση τους με τον δρόμο ή τα διατηρητέα κτίρια. Γι’ αυτό οι δραστηριότητες – παιχνιδότοπος και χώρος άθλησης – τοποθετούνται σε σχέση με την βόρεια είσοδο και τον Δημοτικό Κήπο. Η επιλογή αυτή γίνεται με γνώμονα οι χώροι άθλησης και ο παιδότοπος να είναι άμεσα προσβάσιμοι από το μεγαλύτερο μέρος του αστικού κέντρου. Το Αναψυκτήριο τοποθετείται κεντρικά στο τεμάχιο δημιουργώντας έτσι τον χώρο για μια πλατεία συνάθροισης και συγκέντρωσης από τα υπόλοιπα σημεία ενδιαφέροντος. Στη νότια πλευρά του τεμαχίου που γειτνιάζει άμεσα με την οικιστική περιοχή, τοποθετούνται χώροι ξεκούρασης και απομόνωσης, όπως και ο χώρος εκδηλώσεων σε άμεση σχέση με τον χώρο στάθμευσης.
Το επίπεδο του πάρκου θεωρείται ως ενιαίο με τις απαραίτητες κλίσεις για την συλλογή των όμβριων υδάτων, για την αύξηση των υδατικών πόρων για την άρδευση του πάρκου. Χωρίς εναλλαγές επιπέδων και με μόνη κεκλιμένη διαδρομή, αυτήν της Βόρειας εισόδου στο πάρκο, η χρήση από ΑΜΕΑ θεωρείται απρόσκοπτη.
